ὑπερβάλλων

ὑπερβάλλων
ὑπερβάλλω
throw over
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

  • SALOMON — I. SALOMON Abbas S. Gallensis, dein Episcopus Constantiensis stirpe, pietate, doctrinâ clarus. Quaedam versibus composuit. Obiit. A. C. 919. Canis. t. 1. Ant. Lect. Trithem. de Vir. Ill. Germ. Herm. Contr. in Chron. II. SALOMON Dux minoris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπερβαλλόντως — ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ υπερβολήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — υπερβάλλω, υπερέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: υπερβάλλω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει σε εκφρ. όπως: υπερβάλλων υπερβολικός) ζήλος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”